Η ενίσχυση των σχέσεων σε θέματα Ασφάλειας μεταξύ των κρατών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής ΜεσογείουΗ ενίσχυση των σχέσεων σε θέματα Ασφάλειας μεταξύ των κρατών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου

Η περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου[1] υπέστη τα τελευταία χρόνια σημαντικές γεωοικονομικές και γεωπολιτικές αλλαγές. Πιο συγκεκριμένα η οικονομική κρίση στην ευρωζώνη και οι αναταραχές στην Μέση Ανατολή συνδεδεμένες με την Αραβική Άνοιξη, όπως και η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε Ισραήλ, Κύπρο και Ελλάδα, έχουν διαταράξει το ισοζύγιο της ασφάλειας στην περιοχή.

Δρ. Αλεξάνδρα Προδρομίδου

Η περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου[1] υπέστη τα τελευταία χρόνια σημαντικές γεωοικονομικές και γεωπολιτικές αλλαγές. Πιο συγκεκριμένα η οικονομική κρίση στην ευρωζώνη και οι αναταραχές στην Μέση Ανατολή συνδεδεμένες με την Αραβική Άνοιξη, όπως και η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε Ισραήλ, Κύπρο και Ελλάδα, έχουν διαταράξει το ισοζύγιο της ασφάλειας στην περιοχή. Σκοπός αυτής της έρευνας είναι ο προσδιορισμός και η ανάλυση των βασικών θεμάτων ασφαλείας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο από το 2010 μέχρι και το 2013 και την ενίσχυση των σχέσεων ή τις διαμάχες μεταξύ των κρατών της περιοχής. Η έρευνα εστιάζει στην διερεύνηση νευραλγικών τομέων σχετικά με την ενεργειακή και αμυντική ασφάλεια στην περιοχή σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων αλλά και σε επίπεδο σχέσεων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και νοτιοανατολικής Μεσογείου μέσα στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), όπως και την επιρροή που ασκούν τρίτες χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία.

Οι δύο θεματικοί άξονες στους οποίου στηρίζεται η παρούσα έρευνα είναι  η ενεργειακή και η αμυντική ασφάλεια στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ο πρώτος άξονας περιλαμβάνει θέματα σχετικά με τους ενεργειακούς διαδρόμους που διαπερνούν την περιοχή, όπως και τα κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου που βρέθηκαν στην Κύπρο, στο Ισραήλ  και στην Ελλάδα. Εδώ η έρευνα αναλύει την εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ρωσία στις εισαγωγές φυσικού αερίου, τους εναλλακτικούς ενεργειακούς διαδρόμους μέσω Τουρκίας και Βαλκανίων και τα πιθανά σενάρια αγωγών από το Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα.  Τα θέματα της συνεργασίας και της διαμάχης είναι ιδιαιτέρως εμφανή όσων αφορά στα  θέματα οροθεσίας των υδάτων και την δημιουργία των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η έρευνα μελετά και την προώθηση των αμερικανικών και ρωσικών συμφερόντων στην περιοχή στον τομέα της ενέργειας.

Ο δεύτερος άξονας της έρευνας περιλαμβάνει την αμυντική ασφάλεια και την συνοριακή διαφύλαξη των κρατών της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Εδώ η έρευνα ασχολείται με θέματα συνοριακής διαφύλαξης, με τις αμυντικές δυνατότητας των χωρών της νοτιοανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων και των όπλων μαζικής καταστροφής, με θέματα τρομοκρατίας όπως και με θέματα συνδεδεμένα με την αραβική άνοιξη και την αναταραχή που αυτή προκάλεσε στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο η ΚΕΠΠΑ εξετάζεται για να αποδειχθεί το κατά πόσο είναι επαρκής να προστατέψει τα νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρούσα έρευνα απαρτίζεται από έξι κεφάλαια τα οποία διερευνούν διαφορετικά διακρατικά θέματα ασφαλείας τα οποία συνδέονται με τους δύο αυτούς άξονες.

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο ‘Πρωτοβουλίες για τη συνεργασία στη Μεσόγειο: Η πορεία και οι νέες προκλήσεις’ η Δέσποινα Φρονιμάκη αναλύει τους γεωστρατηγικούς και γεωπολιτικούς συσχετισμούς στην περιοχή της Μεσογείου. Οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής αποτελούσαν πάντοτε μία περιοχή μεγάλης σημασίας στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό, τόσο λόγω του γεωστρατηγικού όσο και του γεωπολιτικού υπόβαθρου τους. Με αφορμή τη δημοκρατική μετάβαση που επιχειρείται στην περιοχή, εξετάζονται οι πρότερες προσπάθειες στενότερης συνεργασίας με τις χώρες αυτές, τόσο σε επίπεδο ευρωπαϊκό όσο και σε διατλαντικό, η εξέλιξή τους και οι αδυναμίες τους. Κύριο ερώτημα αποτελεί το κατά πόσο όντως επιχειρείται μία νέα προσέγγιση των χωρών αυτών, υπό το φως των εξελίξεων, ή εάν απλώς διαιωνίζεται η παλαιότερου τύπου συνεργασία της Δύσης με τις πολιτικές ελίτ για τη διασφάλιση της σταθερότητας, καθώς επίσης και κατά πόσο είναι δυνατή μία συντονισμένη προσπάθεια και από τις δύο μεριές του ατλαντικού για τη συνεργασία με τις χώρες αυτές σε βάθος χρόνου.

Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο ‘Η Ελλάδα και οι ευρωπαϊκές πολιτικές στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου’ η Χρυστάλα Στεργιοπούλου αναλύει την θέση της Ελλάδας στην  νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, έχει το πλεονέκτημα να ανήκει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, να βρίσκεται πολύ κοντά στην ασιατική και αφρικανική ήπειρο και να βρέχεται από την Μεσόγειο θάλασσα. Η θέση της αυτή της “επιβάλει” να έχει έναν ρόλο σε κάθε γεωπολιτικό συμβάν της περιοχής και να αντιδρά με ταχύτητα σε κάθε νέα σχετική εξέλιξη καθώς λόγω της γεωγραφικής της θέσης επηρεάζεται άμεσα. Τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης που συγκλονίζουν την περιοχή από τα τέλη του 2010, καθώς και η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην κυπριακή και ισραηλινή ΑΟΖ, είναι γεγονότα που συμβαίνουν σε μια ευρύτερη περιοχή στην οποία σημαντική έκταση καταλαμβάνει και η ελληνική επικράτεια. Η πιθανή κατασκευή του αγωγού ΤΑΡ που θα διέρχεται από την Ελλάδα και θα τροφοδοτεί την Ευρώπη με αζέρικο αέριο, θα δώσει στην χώρα την ευκαιρία να ανακάμψει οικονομικά και να διεκδικήσει σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή πολιτική της ΕΕ. Έχει η Ελλάδα τις δυνατότητες, τα μέσα και κυρίως την θέληση να το κάνει αυτό; Μπορεί να διεκδικήσει έναν σημαντικό ρόλο στην περιοχή δεδομένης της άσχημης οικονομικής της κατάστασης αλλά και της βαθειάς πολιτικής και κοινωνικής κρίσης στην οποία βρίσκεται εδώ και κάποια χρόνια;

Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο ‘Ο ρόλος της Κυπριακής Δημοκρατίας στη νέα ενεργειακή πραγματικότητα  στην  νοτιοανατολική Μεσόγειο’ η Ιωάννα Δημοσθένους εστιάζει στο ρόλο που η Κυπριακή Δημοκρατία επιτελεί στη νέα ενεργειακή πραγματικότητα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, μετά και την ανακάλυψη σεβαστών ποσοτήτων φυσικού αερίου τόσο στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και σε αυτές της Αιγύπτου, του Ισραήλ και του Λιβάνου. Μέσα από αυτό το κεφάλαιο παρακολουθείται η πορεία των διπλωματικών σχέσεων τις Κυπριακής Δημοκρατίας με τις γείτονες χώρες όσον αφορά την οριοθέτηση της ΑΟΖ της και κατά συνέπεια την άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί των φυσικών της πόρων. Συγκεκριμένα γίνεται ανάλυση των σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου, το Λίβανο, το Κράτος του Ισραήλ, την Αραβική Δημοκρατία της Συρίας, την Ελληνική Δημοκρατία και την Τουρκική Δημοκρατία. Γίνεται επίσης ανάλυση των δύο γύρων αδειοδότησης για τις έρευνες υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας και τι σημαίνουν από γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής απόψεως οι επιλογές των συγκεκριμένων εταιρειών στις οποίες παραχωρήθηκαν οι άδειες για έρευνες υδρογονανθράκων. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, δεν πρέπει να λησμονείται το ζήτημα της Τουρκικής κατοχής του 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεπώς, επιχειρείται μια ιδιαίτερη ανάλυση των επιπτώσεων που το ζήτημα της τουρκικής κατοχής επιφέρει στις σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις χώρες όπου συνορεύουν τα θαλάσσια τους σύνορα. 

Στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο ‘Το Γεωπολιτικό Τρίγωνο Ισραήλ, Τουρκίας, Συρίας και η Επιρροή του στην Ασφάλεια στη ΝΑ Μεσόγειο’ ο Νίκος Κούσαντας αναλύει τις σχέσεις μεταξύ Ισραήλ, Τουρκίας και Συρίας με σκοπό να παρουσιάσει και να αναδείξει τα ζητήματα συνεργασίας και ασφάλειας που προκύπτουν για την περιοχή της ΝΑ Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, μέσα από την εστίαση στις σχέσεις των τριών κρατών και από την εξέταση των επιμέρους σχέσεων Τουρκίας-Συρίας, Ισραήλ-Συρίας καθώς και Τουρκίας-Ισραήλ. Γίνεται μνεία τόσο στους διαχρονικούς δεσμούς μεταξύ των συγκεκριμένων κρατών, στα κύρια γεγονότα που έχουν επηρεάσει και επηρεάζουν τις σχέσεις τους και μέσα από μια ανάλυση των διμερών σχέσεων επιχειρείται η κατάδειξη των κινδύνων και των προοπτικών στις σχέσεις τους και το πώς μπορούν αυτά να επηρεάσουν τη γενικότερη ασφάλεια και συνεργασία στην περιοχή. Το κεφάλαιο εμβαθύνει στο πλέγμα των σχέσεων που δημιουργείται μεταξύ Τουρκίας, Συρίας και Ισραήλ και καταδεικνύει το πως οι σχέσεις μεταξύ αυτών των τριών χωρών, ιδιαίτερα και μετά το ξέσπασμα του εμφυλίου της Συρίας την Άνοιξη του 2011, μπορούν να διαμορφώσουν τις περιφερειακές εξελίξεις στον τομέα της ασφάλειας. Η επιλογή της εξέτασης των δεσμών των τριών αυτών χωρών οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αποτελούν χώρες οι οποίες έχουν κατά καιρούς συνυπάρξει τόσο ως εχθροί όσο και ως σύμμαχοι στην περιοχή.

Στο πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο ‘Οι χώρες ΜΕΝΑ σε μετάβαση: Η οπτική των ΗΠΑ’ η Δέσποινα Φρονιμάκη αναλύει την εξωτερική πολιτική της Αμερικής και την επιρροή των πρόσφατων αραβικών εξεγέρσεων στην ασφάλεια των ΗΠΑ, τόσο τη στρατηγική όσο και την ενεργειακή, η οποία την επηρεάζει και πιο άμεσα. Στις χώρες της ΝΑ Μεσογείου, οι πολιτικές αλλαγές πλέον είναι εμφανείς: λαϊκές εξεγέρσεις που ζητούν την ανατροπή των καθεστώτων, εμφύλιοι πόλεμοι, διχασμός του θρησκευτικού και του κοσμικού χαρακτήρα, αποσταθεροποίηση του status quo: οι χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής βρίσκονται σε μία εποχή διαρκούς αλλαγής, κάτι το οποίο είναι ακόμη πιο περίπλοκο δεδομένης της ενεργειακής τους σημασίας, λόγω των αποθεμάτων που βρίσκονται στις περιοχές αυτές. Ποια είναι η σχέση της ενέργειας και της έως τώρα σταθερότητας στις χώρες αυτές και τι επέφερε την αλλαγή; Πώς βλέπουν οι γείτονες χώρες τις εξεγέρσεις; Μπορεί η αλλαγή που πρεσβεύουν τα νέα κινήματα και η δημοκρατική μετάβαση των κρατών αυτών να πραγματοποιηθεί και να διατηρηθεί;

Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο ‘Αμυντικοί εξοπλισμοί στην Ν.Α. Μεσόγειο’ ο Παναγιώτης Ψύλλος εστιάζει στην αμυντική ασφάλεια της περιοχής. Συγκεκριμένα εξετάζει πως τα αμυντικά δόγματα των χωρών της Ν.Α. Μεσογείου και τα εξοπλιστικά τους προγράμματα (αριθμητικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά) επηρεάζουν την ασφάλεια και την σταθερότητα της περιοχής, καθώς και τις υπάρχουσες συνθήκες στρατιωτικής ασφάλειας ή ανασφάλειας αντίστοιχα. Η ανάλυση γίνεται κυρίως σε εθνικό επίπεδο αμυντικής-στρατιωτικής ασφάλειας, με παράλληλη επέκταση στο όλον της περιοχής, όπως αυτό επηρεάζεται από τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των κρατών, αλλά και τις μεταξύ τους έριδες ή στρατηγικούς δεσμούς. Ακόμη, διερευνώνται τα περιθώρια συνεργασίας των χωρών σε αμυντικό επίπεδο, αλλά και θεσμικό, στα πλαίσια πάντα της στρατιωτικής συνεργασίας, και γίνεται αναφορά στις ήδη υπάρχουσες συμπράξεις μεταξύ τους, με απώτερο στόχο τη διαμόρφωση ενός κοινού βήματος, ώστε να εδραιωθούν συνθήκες αμυντικής ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή.

Η έρευνα αυτή είναι προϊόν ομαδικής δουλειάς επτά μηνών από την ερευνητική ομάδα υπό την επίβλεψη μου. Για οποιαδήποτε χρήση ή αναπαραγωγή της παρακαλείστε να αναφέρεται σαφώς τα στοιχεία μας στις βιβλιογραφικές αναφορές σας. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Δρ. Θάνο Ντόκο, γενικό διευθυντή του Ελληνικού Ίδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής ΕΛΙΑΜΕΠ, την Δρ. Beril Dedeoglou, επικεφαλής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του Galatasarai University, και τον κύριο Μιχάλη Κοντό, διευθυντή του Κέντρου Επιστημονικού Διαλόγου και Έρευνας (ΚΕΔΕ) για τις συνεντεύξεις που μας παρείχαν. Επίσης θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ιδιαιτέρως και τον κύριο Νικόλαο Τόσκα, στρατηγό εν αποστρατεία και διδάσκοντα στη Σχολή Ευελπίδων, για τα επικοδομητικά του σχόλια πάνω στο τελικό κείμενο της έρευνας.


[1] Η  περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου προσδιορίζεται γεωγραφικά να περιλαμβάνει τις Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ, Τουρκία, την περιοχή του Μαγρέμπ, τα Βαλκάνια, την Αίγυπτο και την Μέση Ανατολή.